- πολύγωνος
- -η, -οαυτός που έχει πολλές γωνίες, ο πολυγωνικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύγωνος — polygonal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
πολυγωνότερον — πολύγωνος polygonal adverbial comp πολύγωνος polygonal masc acc comp sg πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνοτέρων — πολύγωνος polygonal fem gen comp pl πολύγωνος polygonal masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνότατον — πολύγωνος polygonal masc acc superl sg πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνοτέρου — πολύγωνος polygonal masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνότερα — πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνότερος — πολύγωνος polygonal masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγώνους — πολύγωνος polygonal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγωνοι — πολύγωνος polygonal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)